- φουρνάρισσα
- η, Νβλ. φούρναρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φούρναρης — ο, θηλ. φουρνάρισσα και φουρναρίνα, Ν 1. επαγγελματίας που έχει φούρνο για να παρασκευάζει, να ψήνει και να πουλάει ψωμί ή να ψήνει παρασκευασμένα φαγητά πελατών, αρτοποιός 2. εργάτης σε φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furnarius < furnus (βλ. λ.… … Dictionary of Greek